- ἑψήσαι
- ἑψήσαῑ , ἕψωAcut. (Sp.)aor opt act 3rd sgἑψήσαῑ , ἑψάωaor opt act 3rd sg (attic ionic)ἑψήσαῑ , ἑψέωaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑψῆσαι — ἕψω Acut. (Sp.) aor inf act ἑψάω aor inf act (attic ionic) ἑψέω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PYANEPSIA — sacra apud Athenienses. Auctores in nomine variant. Harpocration a Lycurgo Ποιανοψίαν, ab aliis Πανοψίαν appellari tradit. Ποιανοψίαν inquit, Λυκοῦργος εν τῇ κατὰ Μενεσαίχμου, καὶ ἠμεῖς Ποιανοψίαν ταύτην τὴν ἑορτὴν καλοῦμεν: οἱ δὲ ἄλλος Ε῞λληνες… … Hofmann J. Lexicon universale
τακερώ — όω, Α [τακερός] 1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό («ἑψῆσαι δεῑ τὰς κολοκυνθίδας ἐν ὕδατι ἄχρι τακερωθῶσι», Αγα θιν.) 2. απαλύνω … Dictionary of Greek